Η Μεταφορά του Χρυσού της Τραπέζης της Ελλάδος από την Αθήνα στην Νότια Αφρική το 1941
Η Μεταφορά του Χρυσού της Τραπέζης της Ελλάδος από την Αθήνα στην Νότια Αφρική το 1941
Υποπλοίαρχος (Ο) Παναγιώτης Γέροντας ΠΝ
Αρχικελευστής (ΔΙΑΧ) Νεκταρία Δεσποτοπούλου
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ,
Αθήνα, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού (ΥΙΝ), τεύχος 604
(ΙΟΥΝ-ΑΥΓ 2018), σελ. 52. Αναδημοσίευση στο Περί Αλός
με την έγκριση της ΥΙΝ.
Πρόλογος
Το παρόν πόνημα έχει ως στόχο να εκθέσει την διαδρομή του χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος από την Αθήνα στην Νότια Αφρική τους πρώτους μήνες του 1941 εν αναμονή και κατά την διάρκεια της γερμανικής επίθεσης[1]. Η Ελλάδα στις αρχές του 1941 είχε μόλις κερδίσει τον πόλεμο κατά των Ιταλών αλλά ήταν σχεδόν βέβαιη η γερμανική εισβολή ιδίως μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου του 1941. Ο Ιωάννης Μεταξάς πίστευε βαθιά ότι η Ελλάδα έπρεπε να ακολουθήσει ως ναυτική χώρα την Μ. Βρετανία. Οι απόψεις του μάλιστα αυτές εκφράζονται με σαφήνεια σε συνεδρίαση του ΑνωτάτουΝαυτικούΣυμβουλίου, το φθινόπωρο του 1936 [2]. Μετά την ήττα των Ιταλών ξεκινά ένα διπλωματικό παιχνίδι, κατά το οποίο ο Έλληνας Πρωθυπουργός πίστευε ότι μπορούσε να βγάλει την χώρα από την εμπόλεμη κατάσταση. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1940 ο πρέσβης της Ελλάδος στην Μαδρίτη Περικλής Αργυρόπουλος, ο κάποτε Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού στους Βαλκανικούς Πολέμους, συνάντησε στην Μαδρίτη τον εκεί πρέσβη της Ουγγαρίας Στρατηγό Ρούντολφ Αντόρκα (Rudolf Andorka), ο οποίος του έδωσε σχέδιο κατάπαυσης του πυρός από την Γερμανία. Η μοναδική απαίτηση εκ μέρους των Γερμανών ήταν η έξοδος όλων των βρετανικών δυνάμεων από την χώρα και η συνακόλουθη πλήρης ουδετερότητα. Η ελληνική πλευρά ζήτησε ένα μήνα για να δώσει την απάντησή της. Οι Βρετανοί από την πλευρά τους δεν επιθυμούσαν ούτε να εκκενώσουν την χώρα από τα ένοπλα τμήματά τους, ούτε όμως και να αποστείλουν σημαντικές ενισχύσεις με στόχο να υπάρξει έστω μία πιθανότητα επικράτησης σε περίπτωση γερμανικής εισβολής. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Ιωάννης Μεταξάς πεθαίνει. Η γερμανική εισβολή [3] τελικά πραγματοποιείται στις 6 Απριλίου του 1941. Ήδη από τον Μάρτιο του 1941 ο Ανώτερος Ναυτικός Διοικητής του Βορειοδυτικού Αιγαίου Πλοίαρχος Χριστόφορος Κονιάλης[4] είχε ενημερωθεί με απόρρητες διαταγές για τις ενδεδειγμένες αντιδράσεις για την αποχώρηση του Στρατού από τον Βορρά προς τον Νότο και την μεταφορά ή καταστροφή του πολεμικού υλικού. Με το ίδιο σκεπτικό, αποφασίστηκε και πραγματοποιήθηκε η μεταφορά του χρυσού της Τραπέζης της Ελλάδος και μάλιστα ένα μήνα πριν, τον Φεβρουάριο…
Η σταδιακή μεταφορά του Ελληνικού χρυσού από την Αθήνα στην Πρετόρια
Μόλις έγινε φανερή η πρόθεση της Γερμανίας να εισβάλει στην Ελλάδα, ελήφθη η απόφαση της μεταφοράς του αποθέματος χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδας. Αφηγείται ο Υποδιοικητής της Τράπεζας Γεώργιος Μαντζαβίνος:
«..Προεκρίθη η Κρήτη, το Υποκατάστημά μας Ηρακλείου, όπου είχομεν αρκετά ασφαλή χρηματοκιβώτια. Ο χρυσός, – ο οποίος ανήρχετο εις ουγγιάς καθαρού καθ’ υπολογισμόν βάρους 610.796 και 431/οοο – έπρεπε πρώτον να τοποθετηθεί σε ασφαλή κιβώτια. Όταν έγινε αυτή η προπαρασκευαστική εργασία, την οποίαν μόνον τρεις ή τέσσαρες εγνώριζον εις την Τράπεζαν, παρεκλήθη το Ναυτικόν Επιτελείον, το οποίον έθεσε εις την διάθεσίν μας δύο αντιτορπιλλικά, τον «Βασιλέα Γεώργιον» και την «Βασίλισσαν Όλγαν», τα οποία μετέφερον τον χρυσόν εις το Ηράκλειον. Η μεταφορά έγινε κατά τας αρχάς Φεβρουαρίου 1941, ενθυμούμαι ότι ήτο Καθαρά Δευτέρα». [5]Στα αρχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού καταγράφεται ότι:
«Κατά τας αρχάς Μαρτίου του 1941 απεφασίσθη παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως η μεταφορά του εις χρυσόν και συνάλλαγμα καλύμματος της Τραπέζης της Ελλάδος εις τα Χανιά της Κρήτης […] Εχρησιμοποιήθηκαν δε δια αυτήν τα δύο ισχυροτέρα των αντιτορπιλλικών μας το «Β. Γεώργιος» και η «Β. Όλγα», τα οποία παραλαβόντα τα προς μεταφορά κιβώτια εις Ελευσίνα τας τελευταίας απογευματινάς ώρας της 3/3, απέπλευσαν ευθύς αμέσως με μεγάλη ταχύτητα. Εις Σούδαν κατέπλευσαν την 0230 της 4/3. Αφού δε απεβίβασαν κατά την διάρκειαν της νυκτός […] απέπλευσαν αυθημερόν την 7η πρωινήν ώραν δια Ναύσταθμον, όπου επανέπλευσαν και πάλιν, περί την 2αν απογευματινήν ώραν.»
Καθώς φαίνεται στα αρχεία του Ναυτικού υπάρχει μία σύγχυση. Αν και οι έντονες λεπτομέρειες δείχνουν μια διάθεση ακρίβειας στις πληροφορίες, εν τούτοις πρέπει να συγχέονται τρία διαφορετικά γεγονότα. Το ένα ήταν η μεταφορά του χρυσού, το δεύτερο η μεταφορά της Διοίκησης της Τράπεζας στην Σούδα και το τρίτο η μεταφορά της Διοίκησης από την Σούδα στα Χανιά. Στις 22 Απριλίου του 1941, δυο μήνες μετά την μεταφορά του χρυσού στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Διοικητής της Τράπεζας Κυριάκος Βαρβαρέσος με τον Υποδιοικητή Γεώργιο Μαντζαβίνο, κατευθύνονται στον όρμο Μεγάρων και επιβιβάζονται στο «Βασίλισσα Όλγα»[6], το ίδιο πλοίο που μαζί με το «Βασιλεύς Γεώργιος» είχε παραλάβει τον χρυσό της Τράπεζας. Το ελληνικό πολεμικό καταπλέει στην Σούδα στις 23 Απριλίου 1941 μέσα σε άγριους βομβαρδισμούς από γερμανικά αεροσκάφη [7]. Την αποστολή ακολούθησαν και τρία ανώτερα στελέχη της Τράπεζας, οι: Αριστείδης Λαζαρίδης, Μίνως Λεβής και Σωκράτης Κοσμίδης [8]. Η «έξοδος» των ανωτέρων στελεχών ήταν επίσης επεισοδιακή. Είχαν μεταβεί στον Μαραθώνα αλλά το επίτακτο πλοίο που επρόκειτο να τους παραλάβει, βυθίστηκε από τα γερμανικά στούκας. Επέστρεψαν λοιπόν στην Αθήνα καταφέρνοντας να φύγουν τελικά από τον Πειραιά με ένα οπλιταγωγό το ίδιο βράδυ. Η αποχώρηση της Διοίκησης αναγράφεται και στα πρακτικά της 8ης Συνεδρίας του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας[9]. Στην συνέχεια τα στελέχη μεταφέρθηκαν από την Σούδα στα Χανιά, όπου τα γερμανικά αεροσκάφη εκτελούσαν αεροπορικές επιδρομές δύο και τρεις φορές την ημέρα.
Ακολούθως ο χρυσός μεταφέρθηκε από το Υποκατάστημα Ηρακλείου στον λιμένα Ηρακλείου και από εκεί με την βρετανική κορβέτα HMS Salvia[10] στην Σούδα. Η μεταφορά έγινε υπό σφοδρό γερμανικό αεροπορικό βομβαρδισμό, ενώ το βρετανικό πλοίο κατέρριψε δύο αεροσκάφη. Από εκεί και πέρα τα κιβώτια χρυσού έπρεπε να μεταφορτωθούν στο πλοίο που είχε διαθέσει ο Άγγλος Ναύαρχος της Μεσογείου Sir Andrew Browne Cunningham, το καταδρομικό HMS Dido. Ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα [11]. Περιγράφει ο Γεώργιος Μαντζαβίνος:
«Πλάϊ εις την «Διδώ», που τα πυροβόλα της διαρκώς έβαλλον, ήρχισε βληθέν να καίεται ένα Δανικόν πλοίον Όλη αυτή η εργασία εγίνετο με απιστεύτως νευρικόν ρυθμόν, διότι ο Άγγλος Κυβερνήτης, φοβούμενος δια το πλοίον του, εβιάζετο να το θέση εις κίνησιν, και υπήρχε κίνδυνος ένα μέρος του πολύτιμου φορτίου, καθώς μετεφορτώνετο, να πέση εις την θάλασσαν. Ευτυχώς η μεταφορά έγινε εις τα κύτη του «Διδώ» χωρίς καμμίαν ζημίαν. Μόνο ένα κιβώτιον, ενώ μετεφέρετο εις το κύτος του καταδρομικού, έσπασε και το κύτος εγέμισε από χρυσάς λίρας. Αυτό ανησύχησε πολύ τον Άγγλον Κυβερνήτην και διέταξε ένα συνεργείο ναυτών, ενώ το «Διδώ» έπλεε προς Αλεξάνδρειαν, να μαζέψη τας χρυσάς λίρας. Όλαι αι χρυσαί λίραι του κιβωτίου που είχαν σκορπίσει, ευρέθησαν. Εκτός μιάς.»[12]
Τα κιβώτια με το χρυσό μεταφέρθηκαν τελικά στην Αίγυπτο και αποθηκεύτηκαν προσωρινά στο Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης της Αλεξάνδρειας, ενώ και η Διοίκηση της Τράπεζας εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. Στην συνέχεια το Κεντρικό Κατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος μεταφέρθηκε στο Κάιρο, ενώ σε συνεννόηση με τους Συμμάχους κανονίστηκαν τα της μεταφοράς του χρυσού μέσω του Σουέζ στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Φορτώθηκαν σε φορτηγά αυτοκίνητα και με την συνοδεία τανκς μεταφέρθηκαν μέσω της ερήμου στο Σουέζ. Στην συνέχεια επίτακτο εμπορικό πλοίο τα μετέφερε στο Ντέρμπαν (Durban) της Νότιας Αφρικής. Στο πλοίο αυτό επέβη και ο ανώτερος υπάλληλος Αριστείδης Λαζαρίδης [13]. Εκεί φορτώθηκε σε ειδική αμαξοστοιχία, την οποία έθεσε στη διάθεση της Διοίκησης της Τράπεζας ο Στρατάρχης Σματς (Jan Christiaan Smuts) [14]. Με τη συνοδεία πάντοτε του διευθυντού Αριστείδη Λαζαρίδη ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Γκερμιστόν (Germiston) της Ν. Αφρικής, όπου και ελέγχθηκε. Εκεί πραγματοποιήθηκε νέα τήξη του χρυσού [15], η οποία εκτελέστηκε υπό την επίβλεψη της South African Reserve Bank, εκδοτικής τράπεζας της Ν. Αφρικής, στο Τζέρμιστον της Ν. Αφρικής. Προέκυψε χρυσός της κεκανονισμένης καθαρότητας βάρους 608.350 ουγγιών. Ο χρυσός αυτός σε ράβδους μεταφέρθηκε στην Πρετόρια, όπου και εναποτέθηκε για φύλαξη στα θησαυροφυλάκια της South African Reserve Bank. Τα έξοδα της μεταφοράς και της ανάτηξης του χρυσού ήταν ελάχιστα, γιατί, λόγω των ειδικών μέτρων ασφαλείας που είχαν ληφθεί, δεν πληρώθηκαν ασφάλιστρα, τα οποία θα ανέρχονταν, σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, σε 500.000 λίρες [16]. Κατόπιν η Διοίκηση της Τράπεζας από την Πρετόρια μετακινήθηκε στο Λονδίνο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα από τις καταληφθείσες, που ο χρυσός της μεταφέρθηκε εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό, γλυτώνοντας την γερμανική αρπαγή.
Επίλογος
Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Πολεμικό Ναυτικό αναλάμβανε πολυποίκιλες αποστολές. Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και τις πρώτες ημέρες της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, τα πολεμικά πλοία κάτω από τον συντονισμό των Ναυτικών Διοικήσεων εκτελούσαν μεταφορές εφοδίων, πολεμοφοδίων και στρατιωτών στο μέτωπο, αλλά παράλληλα εξυπηρετούσαν και τις γενικότερες εθνικές ανάγκες. Στο παραπάνω πλαίσιο εντάσσεται και η μεταφορά του χρυσού της Τραπέζας της Ελλάδος, για διάσωση στο εξωτερικό . Τον Απρίλιο του 1941 σε μία καταρρέουσα Ελλάδα λόγω της γερμανικής εισβολής, το Πολεμικό Ναυτικό παραμένει οργανωμένο και μεταναστεύει στην Μέση Ανατολή πραγματοποιώντας έναν συλλογικό άθλο που συνδέει την σύγχρονη ιστορία του Όπλου με την αρχαία ελληνική παράδοση. Η ηγεσία και το προσωπικό του Ναυτικού ως νέοι Αθηναίοι, αν και έχαναν την πατρίδα τους, συνέχισαν τον αγώνα για την σωτηρία της. Πολύ γρήγορα με την δράση το Πολεμικό ναυτικό, εκτός του ότι απέσπασε τα διθυραμβικά σχόλια των Συμμάχων, έγινε ένα πολύτιμο εργαλείο για την ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να συγκαταλέγεται στις νικήτριες δυνάμεις, όχι μόνο ηθικά ή συμβολικά, αλλά πραγματικά. Η Ελλάδα ακόμη και στην εξορία συνέχισε να υπάρχει, πολιτικά και στρατιωτικά. Σε αυτό βοήθησε και η διάσωση της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία χρηματοδοτούσε τις ανάγκες της Δημόσιας Διοίκησης, τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, τις αποστολές βοήθειας στην λιμοκτονούσα κατεχόμενη Χώρα, ενώ οι ιθύνοντες της συμμετείχαν σε όλες τις διεθνείς συσκέψεις που διαμόρφωσαν το μεταπολεμικό οικονομικό κλίμα [17].ΠΗΓΗ: Περί Αλός https://perialos.blogspot.com/2019/11/1941.html
Σημειώσεις[1]Χρησιμοποιήθηκαν τα αρχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού, της Εθνικής Τραπέζης καθώς και αυτά της Τράπεζας της Ελλάδος. Παράλληλα σημαντικές πληροφορίες αντλήθηκαν και από τα βιβλία «Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία» του Ανδρέα Κακριδή (εκδ. Τράπεζα της Ελλάδος 2017), «Κερδώα Αθηνά. Χρονικό της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 – 2003» (εκδ Ποταμός 2004) το «Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος. Ιστορία της Εικοσαπενταετίας 1928 – 1952»του Ηλία Βενέζη (Αθήνα, 1955) καθώς και το «Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος» (εκδ Τράπεζα της Ελλάδος 1978).[2] Ο Ιωάννης Μεταξάς σε αυτό το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο τόνισε τα κάτωθι: Αυτὸ που θα σας εἴπω δὲν θα τὸ ἀνακοινώσετε σε κανέναν. Προβλέπω πόλεμον μεταξύ τοῦ Ἀγγλικοῦ καὶ τοῦ Γερμανικοῦ συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον ἀπὸ τὸν προηγούμενον. Εἰς τὸν πόλεμον αὐτόν θα κάνω ὅ,τι μπορῶ διὰ να μὴν ἐμπλακῃ ἡ Ἑλλάς, ἀλλά τοῦτο δὲν θα εἶναι δυνατόν. Εῑναι περιττὸν να σας εἴπω, ὅτι ἡ θέσις μας στην σύρραξιν αὐτήν θα εἶναι παρὰ τὸ πλευρόν τῆς Ἀγγλίας. Ἐπαναλαμβάνω καὶ πάλιν: τὸ τελευταῖο αὐτό να μην ἐξέλθῃ τῆς αἰθούσης ταύτης• Φωκάς (1953), τόμ. Α΄, σελ 10. Κατά το θέρος του 1940, κατά την κρισιμότερη δηλαδή φάση του πολέμου, όταν η Αγγλία μετά το δράμα της Δουγκέρκης διέτρεχε άμεσο κίνδυνο, ο Ιωάννης Μεταξάς είπε στον ναύαρχο Σακελλαρίου: Εἶμαι ἀπολύτως σύμφωνος μαζί σου και σού τονίζω και ἐγώ ἐπισήμως, διὰ νὰ μπορέσῃς να ἐμψυχώσῃς με αὐτὴν τὴν ἰδέαν ὅλους τοὺς δίπλα σου, ὅτι ἡ θέσις μας εἶναι να μένωμε σταθερῶς παρὰ τὸ πλευρόν τῆς Ἀγγλίας∙ παρὰ τὰ γνωστά ἐλαττώματά των, παρὰ τὰς ὀχλήσεις, που μάς κάνουν διὰ τὰς χρηματικάς μαζὶ των διαφοράς μας, μόνον με τὴν Ἀγγλίαν ἐμείς τὰ μικρά κράτη μποροῦμε να εὐημερήσωμε, ἔστω καὶ ἄν καμμιά φορά μὰς πετούν στὸν δρόμο. Με τους Γερμανούς κανένας λαός δεν μπορεῖ να ζήσῃ∙ εἴτε ὡς σύμμαχοι, εἴτε ὡς ἐχθροί, ἄν πέσωμε στα χέρια τοὺς, θα μάς γδύσουν, θα μάς κλωτσήσουν καὶ οὔτε ἀναπνοή δεν θὰ μάς ἀφίσουμε να πάρουμε. Συνεπῶς, ὄχι μόνο θα μείνωμε σταθερῶς με τοὺς Ἄγγλους, ἀλλὰ πρέπει να κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, διὰ να χωνέψουν καὶ αὐτοί καλά ὅτι ἐμείς θα σταθοῦμε μέχρι τέλους εἰς τὸ πλευρόν των, ὁποιαδήποτε καὶ ἄν εἶναι ἡ ἔκβασις τοῦ πολέμου, βλ. ό.π.,σελ 10 και Σακελλαρίου (1945), σελ 24.[3] Είναι ίσως ενδεικτικά τα λόγια του πρίγκηπα Ερμπάχ, πρεσβευτή της Γερμανίας στην Ελλάδα, στον Έλληνα Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή ότι ο πόλεμος δεν στρεφόταν εναντίον της Ελλάδας αλλά της Μ. Βρετανίας, η οποία είχε αποστείλει στρατιωτικά τμήματα στην Ελλάδα.[4] Ημερολόγιο Πολέμου ΓΕΝ[5] Βενέζης, Η. (1955) σελ 243 Έκθεσις Διοικητού Τραπέζης της Ελλάδος Γεωργίου Μαντζαβίνου σελ 11 – 13. Bregianni, C. (2013). Κακριδής Α. (2017) σελ 162 – 168. Στο ίδιο θησαυροφυλάκιο μεταφέρθηκαν 16 κιβώτια με χρυσά και αργυρά νομίσματα και τιμαλφή που είχε στην κατοχή της η Εθνική Τράπεζα (Βενέζης σελ 243, ιστορικό αρχείο Εθνικής Τράπεζας).
[6] Στην έκθεση του ο Αρχηγός Στόλου Υποναύαρχος Επαμεινώνδας Καββαδίας αναφέρει: «Επανέπλευσα εις Μέγαρα άτινα εφωτίζοντο υπό τριών καιομένων εμπορικών σκαφών. Του Πλοίου (σ.σ. «Β.Όλγα») επέβησαν μέλη της Κυβερνήσεως, Ανώτεροι Κρατικοί Υπάλληλοι και ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος μετά των οικογενειών των. Ολίγα λεπτά προ του μεσονυκτίου της 22ας προς την 23ην Απριλίου απέπλευσα. Προηγούντο εμού άπαντα τα εναπομείναντα υπό τας διαταγάς μου πολεμικά.» Ημερολόγιο Πολέμου ΓΕΝ[7] Καιροφύλλας, Γ.(1983).[8] Βενέζης, Καιροφύλλας[9] Αρχείο Τράπεζας της Ελλάδος.[10] Ο Βενέζης το αναφέρει εσφαλμένα ως ρυμουλκό. Πρόκειται για κορβέτα τύπου Flower.[11] Βενέζης σελ 246, HMS Dido. The End of an Era, σελ 57 – 58.[12] Βενέζης ο.π., HMS Dido…, ο.π.[13] Βενέζης σελ 248[14] Σημαντικός Νοτιαφρικανός πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Από το 1917 ως το 1919 συμμετείχε στο βρετανικό πολεμικό υπουργικό συμβούλιο, όπου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της πολεμικής αεροπορίας, της μελλοντικής RAF. Έγινε Στρατάρχης του Βρετανικού Στρατού το 1941 και συμμετείχε στο υπουργικό συμβούλιο υπό τον Τσώρτσιλ. Υπήρξε ο μόνος άνθρωπος που υπέγραψε αμφότερες τις συνθήκες που τερμάτισαν τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[15] Επειδή ο χρυσός αποτελούνταν από διάφορα χρυσά νομίσματα, μέχρι και από ράβδους που είχαν προέλθει από τήξη χρυσών αντικειμένων στην Ελλάδα, ήταν ανάγκη να μετατραπεί σε ομοειδείς ράβδους που να περιέχουν τον καθορισμένο βαθμό καθαρότητας.[16] Βενέζης, 248[17] Σημαντικό καθήκον της Τράπεζας της Ελλάδος αυτήν την περίοδο ήταν και η διαχείριση του εξωτερικού συναλλάγματος. Η προσπάθειά της ήταν βασικά να διαφυλαχθεί άθικτο το απόθεμά της σε χρυσό και εξωτερικό συνάλλαγμα για να χρησιμοποιηθεί στην μεταπολεμική προσπάθεια ανορθώσεως της οικονομίας. Τον σκοπό αυτόν τον πέτυχε η Τράπεζα. Σε σύγκριση με τα καθαρά διαθέσιμα σε χρυσό και συνάλλαγμα από 37.258.650 λίρες Αγγλίας την 26η Απριλίου 1941, που αυξήθηκαν εν τω μεταξύ κατά 1.639.000 λίρες, προέκυψε την 31η Δεκεμβρίου 1944 συνολικό απόθεμα από 36.381.000 λίρες. Σημειώθηκε λοιπόν στο διάστημα της Κατοχής μείωση των διαθεσίμων κατά 2.516.000 λίρες. Ένα μέρος του ποσού αυτού αντιστοιχεί στο χρεωστικό υπόλοιπο του Ελληνικού Δημοσίου στην Τράπεζα (2.020.000 λίρες), και το υπόλοιπο κάλυψε τις ακόλουθες δαπάνες της Τράπεζας συνολικού ύψους 496.650 λιρών : α) για αξία υλικού νέων τραπεζογραμματίων (250.000), β) για αντικατάσταση με συνάλλαγμα των δραχμών των ταμείων των ελληνικών και συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων που έφθασαν στην Μέση Ανατολή από την Ελλάδα, καθώς και των δραχμών που έφερναν μαζί τους οι πρόσφυγες από την Ελλάδα (175.000), γ) για έξοδα της τήξεως του χρυσού στην Νότιο Αφρική (20.000) και δ) για έξοδα εγκαταστάσεως και διαχειρίσεως της Τράπεζας στην τετραετία (51.650). Σε αυτό το απόθεμα θα στηριχθούν οι μεταπολεμικές προσπάθειες για νομισματική σταθεροποίηση της δραχμής και οικονομική ανάπτυξη της Χώρας πάνω στα συντρίμμια που είχε αφήσει η Κατοχή.. . Έκθεσις Διοικητού Τραπέζης της Ελλάδος Γεωργίου Μαντζαβίνου, ιστορικό αρχείο Τράπεζας της Ελλάδος.
Βιβλιογραφία
· Βενέζης, Η. (1955). Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα· Καιροφύλλας, Γ.(1983), «Χειμώνας 1941: επιχείρηση «μεταφορά χρυσού», Ένα τεύχος 31, σελ 104 – 106· Κακριδής, Α. (2017). Κυριάκος Βαρβαρέσος. Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, εκδ Τράπεζα της Ελλάδος: Αθήνα.· Bregianni, C. (2013). Stories and Myths. Greek gold transfers during the World War II and beyond.· Dido Association (2014). HMS Dido. The End of an Era.· Ημερολόγιο Πολέμου ΓΕΝ· Λυκογιάννης, Α. (επιμέλεια). (2004). Κερδώα Αθηνά. Χρονικό της Τραπέζης της Ελλάδος 1928 – 2003, εκδ Ποταμός: Αθήνα.· Σακελλαρίου, Α. (1945). Η Θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, εκδ. Δημητράκος: Αθήνα.· (1978) Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος, εκδ Τράπεζα της Ελλάδος: Αθήνα.· Φωκάς, Δ. (1953). Έκθεσις επί της Δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940 – 1944, εκδ. Ιστορικής Υπηρεσίας Β. Ναυτικού: Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια